Ελληνικά » Γερμανικά

ματ2 [mat] SUBST ουδ αμετάβλ (στο σκάκι)

ματς [mats] SUBST ουδ αμετάβλ

Match ουδ

μαία [ˈmɛa] SUBST θηλ

Hebamme θηλ

μάτι [ˈmati] SUBST ουδ

1. μάτι (όργανο):

Auge ουδ
sich δοτ die Augen reiben
Schlitzaugen ουδ πλ
αβγά ουδ πλ μάτια
Spiegeleier ουδ πλ

3. μάτι (κουζίνας):

Kochplatte θηλ
Kochplatte θηλ

4. μάτι (στο πλέξιμο):

Masche θηλ

μαμά [maˈma] SUBST θηλ

Mama θηλ
Mutti θηλ

μάπα [ˈmapa] SUBST θηλ

1. μάπα (λάχανο):

Kohl αρσ

μαμ [mam] SUBST ουδ αμετάβλ

μαμή [maˈmi] SUBST θηλ

Hebamme θηλ

I . μαδ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [maˈðɔ] VERB μεταβ

1. μαδώ (πτηνό):

4. μαδώ μτφ (πελάτη):

II . μαδ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [maˈðɔ] VERB αμετάβ

1. μαδώ (για τρίχες):

2. μαδώ (για φτερά):

3. μαδώ (για φύλλα):

μακί [maˈci] SUBST ουδ

Macchie θηλ

μαρς [mars] SUBST ουδ αμετάβλ

μαρς ΜΟΥΣ, ΣΤΡΑΤ
Marsch αρσ

βάτα [ˈvata] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский