Ελληνικά » Γερμανικά

I . τρί|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈtrivɔ] VERB μεταβ

1. τρίβω (κάποια επιφάνεια):

τρίβω

2. τρίβω (βγάζω με την τριβή):

τρίβω

3. τρίβω ΙΑΤΡ (κάνω εντριβή):

τρίβω

4. τρίβω (φθείρω):

τρίβω

5. τρίβω (σκόρδο):

τρίβω

II . τρίβομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. τρίβομαι (φθείρομαι):

2. τρίβομαι μτφ (αποκτώ εμπειρία):

Παραδειγματικές φράσεις με τρίβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский