Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τριβέλι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τριβέλι [triˈvɛli] SUBST ουδ

1. τριβέλι (τρυπάνι):

τριβέλι
Bohrer αρσ

2. τριβέλι μτφ:

τριβέλι
Nervensäge θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский