Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρώω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τρώ(γ)ω <έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος> [ˈtrɔ(ɣ)ɔ] VERB μεταβ

2. τρώ(γ)ω (για ζώα):

τρώ(γ)ω

3. τρώ(γ)ω (για στενοχώρια, ζήλια):

τρώ(γ)ω

4. τρώ(γ)ω (καταναλώνω, εξαντλώ):

τρώ(γ)ω

7. τρώ(γ)ω (φθείρω):

τρώ(γ)ω

8. τρώ(γ)ω (φαγουρίζω):

τρώ(γ)ω

9. τρώ(γ)ω (δέχομαι: χτύπημα):

τρώ(γ)ω
τις τρώω

II . τρώγομαι VERB αυτοπ ρήμα

3. τρώγομαι (καβγαδίζω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский