Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μυαλό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μυαλό [mɲaˈlɔ] SUBST ουδ

1. μυαλό (σύνεση, λογική, εξυπνάδα):

μυαλό
Verstand αρσ
χάνω το μυαλό μου και μτφ
αυτός δεν έχει μυαλό!
αν είχες λίγο μυαλό δε θα
του μπήκε στο μυαλό να
βάζω μυαλό
καθαρό μυαλό
klarer Kopf αρσ

2. μυαλό (εγκέφαλος):

μυαλό
Gehirn ουδ
κάτι για να μασίσει το μυαλό οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский