Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μάτι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μάτι [ˈmati] SUBST ουδ

1. μάτι (όργανο):

μάτι
Auge ουδ
sich δοτ die Augen reiben
με γυμνό μάτι
χτυπώ στο μάτι μτφ
Schlitzaugen ουδ πλ
αβγά ουδ πλ μάτια
Spiegeleier ουδ πλ

2. μάτι (φυτού):

μάτι
Knospe θηλ
Achselknospe θηλ
πλευρικό μάτι
Seitenknospe θηλ

3. μάτι (κουζίνας):

μάτι
Kochplatte θηλ
Kochplatte θηλ

4. μάτι (στο πλέξιμο):

μάτι
Masche θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский