s'affaiblir στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για s'affaiblir στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

s'affaiblir αυτοπ ρήμα:

s'affaiblir bruit:
s'affaiblir force, courage, capacité:
s'affaiblir santé, mémoire:
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για s'affaiblir στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
weaken ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ economy, currency
s'affaiblir
s'affaiblir
s'affaiblir

s'affaiblir στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για s'affaiblir στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

II.affaiblir [afebliʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Μεταφράσεις για s'affaiblir στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
s'affaiblir
s'affaiblir
s'affaiblir
Βρετανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
À cette époque, la sédentarité des populations commence à s'affaiblir et à céder à nouveau la place à un nomadisme agricole et pastoral.
fr.wikipedia.org
Privés de ces fruits de jouvence, ils commencent à vieillir et s'affaiblir.
fr.wikipedia.org
Ils semblent s'affaiblir en présence d'eau, qui les fait alors entrer dans un état d'hibernation.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski