Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όγκος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όγκος [ˈɔŋgɔs] SUBST αρσ

1. όγκος:

όγκος ΜΑΘ, ΦΥΣ
Volumen ουδ
ατομικός όγκος ΦΥΣ
Atomvolumen ουδ
Molvolumen ουδ
ειδικός όγκος ΦΥΣ
όγκος κυλίνδρου
κρίσιμος όγκος
μοριακός όγκος
όγκος παραγωγής
κέντρο ουδ όγκου ΜΑΘ
μέρος ουδ κατ' όγκο ΧΗΜ
Volumenteil αρσ
Hohlmaß ουδ

2. όγκος ΙΑΤΡ:

όγκος
Tumor αρσ
όγκος δέρματος
Hauttumor αρσ

3. όγκος μτφ (έκταση):

όγκος
Umfang αρσ

ιδιωτισμοί:

ορεινός όγκος
Gebirgsmassiv ουδ
ορεινός όγκος
Massiv ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με όγκος

κρίσιμος όγκος
Molvolumen ουδ
μοριακός όγκος
όγκος δέρματος
Hauttumor αρσ
ορεινός όγκος
ατομικός όγκος ΦΥΣ
ειδικός όγκος ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский