Ελληνικά » Γερμανικά

κρίσιμ|ος <-η, -ο> [ˈkrisimɔs] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με κρίσιμος

κρίσιμος όγκος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский