Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύνταξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύνταξ|η <-εις> [ˈsindaksi] SUBST θηλ

1. σύνταξη (συγγραφή):

σύνταξη
Verfassung θηλ

2. σύνταξη (επιχορήγηση):

σύνταξη
Rente θηλ
βγαίνω στη σύνταξη
βασική σύνταξη
Grundrente θηλ
κατώτερη σύνταξη
Mindestrente θηλ
Zusatzrente θηλ
Rentenantrag αρσ
Recht ουδ auf Rente
Rentenrecht ουδ
Rentengesetz ουδ
Rentensatz αρσ

3. σύνταξη (προσωπικό εφημερίδας κτλ):

σύνταξη
Redaktion θηλ

4. σύνταξη ΓΛΩΣΣ:

σύνταξη
Syntax θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με σύνταξη

σύνταξη θηλ ισολογισμού
σύνταξη θηλ γήρατος
σύνταξη θηλ αναπηρίας
επικουρική σύνταξη
κατώτερη σύνταξη
βασική σύνταξη
Grundrente θηλ
μπαίνω στη σύνταξη
βγαίνω στη σύνταξη
η σύνταξη συν τα 10% που παίρνω από

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский