Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στολή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στολή [stɔˈli] SUBST θηλ

1. στολή ΣΤΡΑΤ:

στολή
Uniform θηλ

2. στολή (παραδοσιακή):

στολή
Tracht θηλ
εθνική στολή

Παραδειγματικές φράσεις με στολή

εθνική στολή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский