Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσωπικά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προσωπικά [prɔsɔpiˈka] ΕΠΊΡΡ

προσωπικά
εγώ προσωπικά νομίζω ότι
ο ίδιος προσωπικά
παίρνω κάτι προσωπικά

II . προσωπικά [prɔsɔpiˈka] SUBST ουδ πλ

1. προσωπικά (προσωπικές υποθέσεις):

προσωπικά
Privatangelegenheiten θηλ πλ

2. προσωπικά (προστριβές):

προσωπικά
Streitigkeiten θηλ πλ (privater Art)
προσωπικά
Reibereien θηλ πλ
έχουν προσωπικά μεταξύ τους

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский