Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσωπείο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσωπείο [prɔsɔˈpiɔ] SUBST ουδ

1. προσωπείο:

προσωπείο
Maske θηλ

2. προσωπείο μτφ:

προσωπείο
Fassade θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский