Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταφορέας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταφορέας [mɛtafɔˈrɛas] SUBST αρσ

1. μεταφορέας ΕΜΠΌΡ:

μεταφορέας
μεταφορέας
Spediteur αρσ
ενδιάμεσος μεταφορέας

2. μεταφορέας (μηχάνημα):

μεταφορέας
Förderband ουδ

3. μεταφορέας (όχημα):

μεταφορέας αυτοκινήτων

Παραδειγματικές φράσεις με μεταφορέας

ενδιάμεσος μεταφορέας
μεταφορέας αυτοκινήτων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский