Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάλυμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάλυμμα [ˈkalima] SUBST ουδ

1. κάλυμμα (ό,τι σκεπάζει κάτι):

κάλυμμα
Abdeckung θηλ

2. κάλυμμα (κρεβατιού, τραπεζιού):

κάλυμμα
Decke θηλ

3. κάλυμμα (μηχανήματος):

κάλυμμα
Gehäuse ουδ

4. κάλυμμα ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

κάλυμμα
Deckung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κάλυμμα

πολικό κάλυμμα
Polarkappe θηλ
παγετωνικό κάλυμμα
κάλυμμα ρίζας (στο τέρμα)
κάλυμμα ουδ κεφαλής κυλίνδρου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский