Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισπνέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισ|πνέω <-έπνευσα> [isˈpnɛɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

εισπνέω
εισπνέω βαθιά
εισπνέω και εκπνέω
ein- und ausatmen

Παραδειγματικές φράσεις με εισπνέω

εισπνέω βαθιά
εισπνέω και εκπνέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский