Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισορμώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισορμ|ώ <-άς, -ησα> [isɔrˈmɔ] VERB αμετάβ

εισορμώ σε
eindringen in +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский