Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισπλέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισ|πλέω <-έπλευσα> [isˈplɛɔ] VERB αμετάβ ΝΑΥΣ

εισπλέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский