Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισπνοή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισπνοή [ispnɔˈi] SUBST θηλ

1. εισπνοή (η πράξη):

εισπνοή
Einatmen ουδ
η εισπνοή και η εκπνοή
das Ein- und Ausatmen ουδ
μια βαθιά εισπνοή
ein tiefer Atemzug αρσ

2. εισπνοή (ως θεραπεία):

Inhalation θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εισπνοή

μια βαθιά εισπνοή
η εισπνοή και η εκπνοή
das Ein- und Ausatmen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский