Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άκρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άκρο [ˈakrɔ] SUBST ουδ

2. άκρο μτφ (ακραία θέση):

άκρο
Extrem ουδ
der Gipfel +γεν sein
Extremist(in) αρσ (θηλ)

3. άκρο (σώματος):

Παραδειγματικές φράσεις με άκρο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский