empeñarse στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για empeñarse στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά

2.2. empeñarse (obstinarse):

empeñarse
empeñarse en + infinit.
to insist on -ing

empeñarse στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για empeñarse στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά

I.empeñar [em·pe·ˈɲar] ΡΉΜΑ μεταβ (objetos)

II.empeñar [em·pe·ˈɲar] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα empeñarse

Βρετανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "empeñarse" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文