growth [αμερικ ɡroʊθ, βρετ ɡrəʊθ] ΟΥΣ
1.1. growth U (of animals, plants, humans):
- crecimiento αρσ
1.2. growth U (personal development):
2.3. growth U or C (of influence, affection):
- aumento αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.