I. concorso ΟΥΣ αρσ
1. concorso:
2. concorso (pubblico):
3. concorso SPORT :
- concorso
-
4. concorso (di persone):
- concorso
-
II. concorso ΡΉΜΑ pp
concorso → concorrere
concorrere ΡΉΜΑ intr
1. concorrere (contribuire):
2. concorrere:
concorrere ΡΉΜΑ intr
1. concorrere (contribuire):
2. concorrere:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.