στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
squisitezza [skwiziˈtettsa] ΟΥΣ θηλ
1. squisitezza (prelibatezza di gusto, sapore):
- squisitezza
-
- squisitezza
-
-
- squisitezza θηλ
-
- squisitezza θηλ
-
- squisitezza θηλ
στο λεξικό PONS
squisitezza [skui·zi·ˈtet·tsa] ΟΥΣ θηλ
1. squisitezza (di cibo):
- squisitezza
-
2. squisitezza (di modi):
- squisitezza
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.