I. spopolato [spopoˈlato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
spopolato → spopolare
II. spopolato [spopoˈlato] ΕΠΊΘ
- spopolato
-
I. spopolare [spopoˈlare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. spopolare [spopoˈlare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
III. spopolarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. spopolarsi:
2. spopolarsi (svuotarsi temporaneamente):
- spopolarsi città:
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.