στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
restrittivo [restritˈtivo] ΕΠΊΘ
1. restrittivo misure, condizioni, clausola:
2. restrittivo ΓΛΩΣΣ:
- restrittivo proposizione
-
στο λεξικό PONS
restrittivo (-a) [res·trit·ˈti:·vo] ΕΠΊΘ
- restrittivo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.