στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
refrattario <πλ refrattari, refrattarie> [refratˈtarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
1. refrattario (resistente al calore):
2. refrattario ΙΑΤΡ:
- refrattario soggetto, malattia
-
στο λεξικό PONS
refrattario (-a) <-i, -ie> [re·frat·ˈta:·rio] ΕΠΊΘ
1. refrattario (materiale):
- refrattario (-a)
-
2. refrattario ΙΑΤΡ (paziente):
- refrattario (-a)
-
-
- refrattario, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.