στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
refractory [βρετ rɪˈfrakt(ə)ri, αμερικ rəˈfrækt(ə)ri] ΕΠΊΘ (all contexts)
- refractory
-
-
- refractory
- refrattario soggetto, malattia
- refractory
- intrattabile metallo
- refractory
-
- refractory mortar
-
- refractory
στο λεξικό PONS
refractory [rɪ·ˈfræk·tə·ri] ΕΠΊΘ
- refractory
- refrattario, -a
- refrattario (-a)
- refractory
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.