στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. profugo (profuga) <πλ profughi, profughe> [ˈprɔfuɡo, ɡi, ɡe] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
II. profugo <πλ profughi, profughe> [ˈprɔfuɡo, ɡi, ɡe] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.