στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
irrisorio <πλ irrisori, irrisorie> [irriˈzɔrjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
2. irrisorio (inadeguato):
3. irrisorio (minimo):
- irrisorio danni, differenza, vantaggio
-
- una somma considerevole, irrisoria
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.