I. immortalato [immortaˈlato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
immortalato → immortalare
II. immortalato [immortaˈlato] ΕΠΊΘ
I. immortalare [immortaˈlare] ΡΉΜΑ μεταβ
immortalare momento, ricordo, persona:
II. immortalarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.