στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. immortale [immorˈtale] ΕΠΊΘ
- immortale anima, dio
-
- immortale opera, bellezza, simbolo
-
- immortale opera, bellezza, simbolo
-
- immortale opera, bellezza, simbolo
-
II. immortale [immorˈtale] ΟΥΣ αρσ θηλ
- immortale
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.