στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
estetica [esˈtɛtika] ΟΥΣ θηλ
1. estetica ΦΙΛΟΣ:
- estetica
-
2. estetica (aspetto esteriore, bellezza):
-
- estetica θηλ
- aesthetics + verbo ενικ
- estetica θηλ
- aesthetics + verbo πλ
- estetica θηλ
- unaesthetic person
-
στο λεξικό PONS
estetica <-che> [es·ˈtɛ:·ti·ka] ΟΥΣ θηλ
1. estetica (scienza):
- estetica
-
2. estetica (bellezza):
- estetica
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.