στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
autunnale [autunˈnale] ΕΠΊΘ
autunnale colori, luce, tempo:
- autunnale
-
- autunnale
-
- autunnale attrib.
- fall αμερικ
- attrib. programmazione autunnale
-
- collezione autunnale
-
- collezione autunnale, primaverile
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.