στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
arbitrario <πλ arbitrari, arbitrarie> [arbiˈtrarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
arbitrario (-a) <-i, -ie> [ar·bi·ˈtra:·rio] ΕΠΊΘ (giudizio, decisione, scelta)
- arbitrario (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.