στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. affiatato [affjaˈtato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
affiatato → affiatare
II. affiatato [affjaˈtato] ΕΠΊΘ
I. affiatare [affjaˈtare] ΡΉΜΑ μεταβ (creare intesa)
II. affiatarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.