Oxford Spanish Dictionary
rigidez cadavérica ΟΥΣ θηλ
cadavérico (cadavérica) ΕΠΊΘ
- cadavérico (cadavérica)
-
- cadavérico (cadavérica)
-
rigidez ΟΥΣ θηλ
2. rigidez (de una ley, doctrina):
rigidez ΟΥΣ θηλ
2. rigidez (de una ley, doctrina):
στο λεξικό PONS
cadavérico (-a) ΕΠΊΘ
1. cadavérico (muerto):
- cadavérico (-a)
-
2. cadavérico (pálido):
- cadavérico (-a)
-
rigidez ΟΥΣ θηλ
2. rigidez (severidad):
cadavérico (-a) [ka·da·ˈβe·ri·ko, -a] ΕΠΊΘ
rigidez [rri·xi·ˈdes, -ˈdeθ] ΟΥΣ θηλ
2. rigidez (severidad):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- riesgo vital
- rifa
- rifar
- riff
- rifle
- rigidez cadavérica
- rígido
- rigodón
- rigor
- rigorista
- rigor mortis