Oxford Spanish Dictionary
cadavérico (cadavérica) ΕΠΊΘ
- cadavérico (cadavérica)
-
- cadavérico (cadavérica)
-
rigidez ΟΥΣ θηλ
2. rigidez (de una ley, doctrina):
στο λεξικό PONS
cadavérico (-a) ΕΠΊΘ
1. cadavérico (muerto):
- cadavérico (-a)
-
2. cadavérico (pálido):
- cadavérico (-a)
-
cadavérico (-a) [ka·da·ˈβe·ri·ko, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- cacofonía
- cacofónico
- cactácea
- cacto
- cactus
- cadavérica
- cadavérico
- caddie
- caddy
- CADE
- cadena