Oxford Spanish Dictionary
originario (originaria) ΕΠΊΘ
1. originario (de un lugar):
- originario (originaria)
-
- es originario de Valladolid
-
- es originario de Valladolid
-
- es originario de Valladolid
-
2. originario (primero, original):
- originario (originaria)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.