Oxford Spanish Dictionary
corpulento (corpulenta) ΕΠΊΘ
1. corpulento:
2. corpulento vino:
- corpulento (corpulenta)
-
στο λεξικό PONS
corpulento (-a) ΕΠΊΘ
1. corpulento (persona):
- corpulento (-a)
-
2. corpulento (cosa):
- corpulento (-a)
-
corpulento (-a) [kor·pu·ˈlen·to, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.