Oxford Spanish Dictionary
sturdy <sturdier sturdiest> [αμερικ ˈstərdi, βρετ ˈstəːdi] ΕΠΊΘ
1. sturdy (robust):
2. sturdy (determined):
- sturdy resistance/opposition
-
- sturdy resistance/opposition
-
- sturdy resistance/opposition
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.