Oxford Spanish Dictionary
coro ΟΥΣ αρσ
1.1. coro ΜΟΥΣ (conjunto):
1.2. coro ΜΟΥΣ (composición):
- coro
-
2. coro (en la tragedia):
- coro ΙΣΤΟΡΊΑ, ΛΟΓΟΤ
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.