Oxford Spanish Dictionary
contagioso (contagiosa) ΕΠΊΘ
1. contagioso (que se transmite por contacto):
2. contagioso risa/alegría:
- contagioso (contagiosa)
-
- enfermedad contagiosa
-
στο λεξικό PONS
contagioso (-a) ΕΠΊΘ
- contagioso (-a)
-
- enfermedad contagiosa
-
contagioso (-a) [kon·ta·ˈxjo·so, -a] ΕΠΊΘ
- contagioso (-a)
-
- risa contagiosa
-
- infectious a. μτφ
- contagioso, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- enfermedad contagiosa