Oxford Spanish Dictionary
explosivo1 (explosiva) ΕΠΊΘ
1. explosivo artefacto/sustancia:
2. explosivo:
chaleco ΟΥΣ αρσ
2. chaleco (jersey sin mangas):
4. chaleco CSur (rebeca):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- chalar
- chalarse
- chalaza
- chalchiuite
- chale
- chaleco explosivo
- chaleco salvavidas
- chaleco táctico
- chalequear
- chalet
- chalet adosado