Oxford Spanish Dictionary
accidente gramatical ΟΥΣ αρσ
accidente ΟΥΣ αρσ
2. accidente (hecho fortuito):
3. accidente (del terreno):
gramatical ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
accidente ΟΥΣ αρσ
1. accidente (suceso desgraciado):
3. accidente (desnivel):
gramatical ΕΠΊΘ
accidente [ak·si·ˈden·te, aɣ·θi-] ΟΥΣ αρσ
gramatical [gra·ma·ti·ˈkal] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.