Oxford Spanish Dictionary
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 coincidental [kəʊˌɪnsɪˈdentəl, αμερικ koʊˌɪnsɪˈdent̬əl] ΕΠΊΘ
-  coincidental
-  
 
  
 -  
-  coincidental
 
  
 coincidental [koʊ·ˌɪn·sɪ·ˈden·təl] ΕΠΊΘ
-  coincidental
-  
 
  
 -  
-  coincidental
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- coil
- coiled
- coil spring
- coin
- coinage
- coincidental
- coincidentally
- coin-op
- coin-operated
- coition
- coitus
