I. κακ|ός <-ή, -ό> [kaˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. κακός (όχι καλός: καιρός κτλ):
2. κακός (που αποτελεί πάθημα, ζημιά, κακό):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.