damisch [ˈdaːmɪʃ] ΕΠΊΘ ιδιωμ A (umg)
1. damisch s. dumm
2. damisch s. schwind(e)lig
schwind(e)lig ΕΠΊΘ
dumm <dümmer, dümmste> [dʊm] ΕΠΊΘ
1. dumm (einfältig):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.