I. damisch [ˈdaːmɪʃ] οικ ΕΠΊΘ νοτιογερμ, A
II. damisch [ˈdaːmɪʃ] οικ ΕΠΊΡΡ νοτιογερμ, A (sehr)
- damisch
- drôlement οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.