privatversichertπαλαιότ
privatversichert → versichern I.1
I. versichern* ΡΉΜΑ μεταβ
1. versichern (durch eine Versicherung schützen):
2. versichern (beteuern):
- jdm versichern, dass
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.